- ὤκησαν
- ἄ̱κησαν , ἀκέωaor ind act 3rd pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ᾤκησαν — οἰκέω inhabit aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤικησαν — ᾤκησαν , οἰκέω inhabit aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ELYMI — Poenorum socii, de quibus Thucydides: Μοτύην καὶ Σολόεντα καὶ Πάνορμον ἐγγὺς τῶ Ε᾿λύμων συνοικίσαντες ενέμοντο ξυμμαχίᾳ τὲ πίσυροι τῶ Ε᾿λύμων. Hinc in Pausaniae Phocicis, qui Pachynum pro Lilybaeo iam semel usurpavit, Antiochus Syracusanus inter… … Hofmann J. Lexicon universale
OENOTRI — populi Italiae tractum illium inter Paestum, ac Tarentum incolentes, quorum regio Oenotria, partem Lucaniae, Brutiorum, et Magnae Graeciae complectens. Virg. Aen. l. 1. v. 531. Est locus, Hesperiam Graii cognomine dicunt; Terra antiqua, petens… … Hofmann J. Lexicon universale
TELCHINIA — Peloponnesi urbs. Sicyon postea dicta, Steph. a Telchinibus, quos una cum Caryatis bellum intulisse Phoroneo et Parrhasiis, legas apud Syncellum. Postea Apin, Phoronei fil. Thelxionis et Telchinis insidiis peremptum, tradit Apollodorus, l. 2.… … Hofmann J. Lexicon universale
κατανέμω — (AM κατανέμω) 1. διαιρώ κάτι σε μέρη ή ομάδες («δέκα δὲ καὶ τοὺς δήμους κατένειμε ἐς τὰς φυλάς», Ηρόδ.) 2. διανέμω, διαμοιράζω (α. «κατένειμε τήν περιουσία του στα παιδιά του» β. «κατανεῑμαι δὲ τὴν χώρην Αἰιγυπτίοισι», Ηρόδ.) αρχ. 1. βόσκω… … Dictionary of Greek
λοιμώσσω — λοιμώσσω, αττ.τ. λοιμώττω (Α) [λοιμός] πάσχω από λοιμό («τῶν τειχῶν... ἐν οἷς οἱ τότε λοιμώξαντες ᾤκησαν», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λοιμός + επίθημα ώσσω, δηλωτικό ρ. ασθένειας (πρβλ. λαιμ ώσσω, μαιμ ώσσω)] … Dictionary of Greek
οικώ — (ΑΜ οἰκῶ, έω, Α επικ. τ. οἰκείω, λοκρ. τ. Fοικέω) [οίκος] 1. κατοικῶ (α. «οἰκήσαντας τοῡτον τὸν χῶρον», Ηρόδ. β. «οἰκέοιτο πόλις Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. οικουμένη μσν. αρχ. μτφ. είμαι εγκατεστημένος κάπου,… … Dictionary of Greek
παρέκ — και παρέξ και πάρεξ Α 1. (ως πρόθ.) 1. (με τοπ. σημ.) α) εκτός, έξω από (α. «παρὲξ ὁδοῡ ἐν νεκύεσσι», Ομ. Ιλ. β. «πολίσματα παρὲξ αὐτὰς Πάτρας τοσάδες ἄλλα ᾤκησαν», Παυσ.) β) λίγο πιο έξω γ) σε μεγάλη απόσταση, ξέμακρα 2. (ως καταχρ.) εκτός από,… … Dictionary of Greek